απόληψη — η μερική είσπραξη καταθέσεων σε τράπεζες: Παρατήρησαν πως εκείνον το μήνα είχε κάνει σημαντικές απολήψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολήψῃ — ἀπολήψηι , ἀπόληψις intercepting fem dat sg (epic) ἀπολαμβάνω take fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρομετάλλευμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα σιδηρομεταλλεύματα γεωλ. πετρώματα ή αποθέσεις που περιέχουν ορυκτά από τα οποία μπορεί να γίνει απόληψη σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iron ore < iron «σίδηρος» + ore «μετάλλευμα»] … Dictionary of Greek
σογιέλαιο — το, Ν χημ. φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη ή εκχύλιση τών σπερμάτων τής σόγιας, τα οποία τό περιέχουν σε μεγάλη αναλογία, και χρησιμοποιείται ύστερα από εξευγενισμό ως εδώδιμο είτε αυτούσιο είτε σε ανάμιξη με ελαιόλαδο είτε υπό τη μορφή… … Dictionary of Greek
τακονίτης — Μεταμορφωσιγενές στρωματικό σιδηρούχο μετάλλευμα. Αποτελείται από χαλαζία και σχιστόλιθο σε εναλλασσόμενα στρώματα. Η σύστασή του αποτελείται κυρίως από χαλαζία, αιματίτη, μαγνητίτη, βιοτίτη, χλωρίτες, αμφιβολίτες, ανθρακικά άλατα κλπ. Ο τ.… … Dictionary of Greek